ἀπηλπισμένων

ἀπηλπισμένων
ἀπό-ἐλπίζω
hope for
perf part mp fem gen pl
ἀπό-ἐλπίζω
hope for
perf part mp masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • отъча˫атисѧ — ОТЪЧА|˫АТИСѦ (70), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. 1.Приходить (прийти) в отчаяние, терять (потерять) надежду на что л., отчаиваться: не отъчѧисѧ. Изб 1076, 36 об.; николиже не отъчаис˫а. нъ въ врем˫а крѣпѧс˫а вьсю печаль свою възвьрзи къ богѹ. ЖФП XII, 45б;… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Πεπελενίτσας, μονή — Γυναικείο μοναστήρι του νομού Αχαΐας, στην επαρχία Αιγιαλείας, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, το οποίο εξαρτάται από τη Μητρόπολη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας. Αρχικά ήταν χτισμένο στην αριστερή όχθη του Σελινούντα, όπου σήμερα σώζονται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”